- γηράσκοντι
- γηράσκωgrow oldpres part act masc/neut dat sgγηράσκωgrow oldpres ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γηράσκοντ' — γηράσκοντα , γηράσκω grow old pres part act neut nom/voc/acc pl γηράσκοντα , γηράσκω grow old pres part act masc acc sg γηράσκοντι , γηράσκω grow old pres part act masc/neut dat sg γηράσκοντι , γηράσκω grow old pres ind act 3rd pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγηράσκω — ΝΜΑ γερνώ ταυτόχρονα με άλλον («γηράσκοντι [τῷ σώματι] συγγηράσκουσι [αἱ φρένες]», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γηράσκω «γερνώ» (< γῆρας, τὸ] … Dictionary of Greek